Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό
- Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό
• Большая рыба ест маленькую
Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012
——————
• Кто кого сможет, тот того и гложет
Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки).
2012.
Смотреть что такое "Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό" в других словарях:
ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
ψάρι — το γεν. ψαριού 1. ψάρι: Τα ψάρια του ποταμού δεν είναι τόσο νόστιμα όσο τα ψάρια της θάλασσας. 2. η παροιμία «Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», ο ισχυρότερος είναι και ο επικρατέστερος. 3. η παροιμία «Φάτε μάτια ψάρια, και κοιλιά περίδρομο»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο 1. αυτός που έχει ασυνήθιστες διαστάσεις: Το σπίτι έχει μεγάλα υπνοδωμάτια. 2. ο ενήλικος: Πέθανε ο μεγάλος της αδερφός. 3. μτφ., ισχυρός, σημαντικός, ένδοξος, διάσημος: Οι μεγάλοι αγωνιστές της επανάστασης. 4. παροιμ. φρ., «μεγάλα καράβια,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek